δεικνύουσα

δεικνύουσα
δείκνυμι
bring to light
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεικνύουσα — η βλ. δείχνω …   Dictionary of Greek

  • δεικνυούσας — δεικνυούσᾱς , δείκνυμι bring to light pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) δεικνυούσᾱς , δείκνυμι bring to light pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • показовати — ПОКАЗ|ОВАТИ (40), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Давать возможность увидеть, показывать: дивлѧше(с) ѹбо мдр(с)ти словесъ его и ѡ дивны(х) ѿвѣтѣхъ. и ѡбличаемъ же бѧше || ѿ свое˫а свѣсти ˫ако истiну гл҃ть и праведна˫а показуе(т). (ὑποδεικνύοντες) ЛЛ 1377, 96в–г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”